- φλυακογράφος
- φλῠᾱκο-γράφος [pron. full] [γρᾰ], ὁ,A writer of φλύακες, Ath.3.86a, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλυακογράφος — writer of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυακογράφος — ὁ, Α συγγραφέας φλυάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + γράφος*] … Dictionary of Greek
PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum … Hofmann J. Lexicon universale
RHINTON Tarentinus — Φλυακογράφος τὰ τραγικὰ μεταῤῥυθμίζων εἰς τὸ γελοῖον Hesych. sicque Auctor fuit eius mimilogiae, quae Ιλαροτραγῳδία appellata est, item Φλυακογραφία, vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
φλυακογραφία — ἡ, Α [φλυακογράφος] συγγραφή φλυάκων, σατιρικών τραγουδιών … Dictionary of Greek